αποστολικός

αποστολικός
αποστολικός , -ή, -ό
апостольский:

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος — Апостольское Служение Церкви Греции

αποστολικές κανόνες — апостольские правила


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποστολικός" в других словарях:

  • ἀποστολικός — sung on departure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης …   Dictionary of Greek

  • αποστολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τους Αποστόλους, τους συνεχιστές του έργου του Χριστού: Η χριστιανική εκκλησία λέγεται αποστολική επειδή την ίδρυσαν οι Απόστολοι. 2. το επίρρ., αποστολικά σημαίνει κατά τον τρόπο των Αποστόλων, με τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολικά — ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc pl ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc/acc dual ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτερον — ἀποστολικός sung on departure adverbial comp ἀποστολικός sung on departure masc acc comp sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικῶν — ἀποστολικός sung on departure fem gen pl ἀποστολικός sung on departure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικόν — ἀποστολικός sung on departure masc acc sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτατον — ἀποστολικός sung on departure masc acc superl sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαῖς — ἀποστολικός sung on departure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαί — ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»